ΣΕ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ
ΑΝΑΤΙΘΕΤΑΙ ΕΝΑΝΤΙ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ ΕΥΡΩ Η "ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ" ΑΣΥΛΟΥ - ΔΗΛΑΔΗ Η
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΟΥΛΕΊΑ- ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΥΠΑ ΕΠΙΒΑΛΟΥΝ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΣΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΚΟΛΛΟΣΟΥ McKinsey
Το 2016 και το 2017, ο Αμερικανικός κολοσσός της εταιρείας συμβούλων McKinsey βρέθηκε
στην καρδιά των προσπαθειών της Ευρώπης να επιταχύνει τις διαδικασίες
των αιτήσεων ασύλου στα υπερπληθυσμένα ελληνικά νησιά και να περισώσει
μια αμφιλεγόμενη συμφωνία με την Τουρκία, εγείροντας ανησυχίες για την
εξωτερική ανάθεση σε ιδιώτες της δημόσιας πολιτικής για τους πρόσφυγες.
Το λεξιλόγιο παρέπεμπε περισσότερο σε εταιρική αίθουσα παρά σε ανθρωπιστική κρίση: υποσχέσεις για «στοχευμένες στρατηγικές», «μεγιστοποίηση της παραγωγικότητας», «βελτιστοποίηση από την άρχή μέχρι το τέλος της διαδικασίας ασύλου».
Αλλά το 2016 αυτό ακριβώς πρόσφεραν οι άντρες και οι γυναίκες της
McKinsey, της κορυφαίας Αμερικανικής συμβουλευτικής εταιρείας, στους
γραφειοκράτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πάσχιζαν να ενεργοποιήσουν μια
συμφωνία με την Τουρκία για να σταματήσει η ροή των αιτούντων ασύλου
στις ακτές της ηπείρου.
Τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς, η ΕΕ είχε συμφωνήσει να πληρώσει στην
Τουρκία 6 δις ευρώ υπό την προϋπόθεση να έπαιρνε πίσω τους αιτούντες
άσυλο που είχαν φτάσει στην Ελλάδα, πολλοί εκ των οποίων είχαν πολεμήσει
στη Συρία, στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και να αποτρέψει άλλους από το
να δοκιμάσουν να διασχίσουν τα σύνορά της.
Η συμφωνία αυτή, για την οποία οργανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων έλεγαν
ότι θέτει σε κίνδυνο το θεμελιώδες δικαίωμα αναζήτησης ασύλου, ήταν
βαθιά αμφιλεγόμενη. Το ίδιο όμως ισχύει και για το άγνωστο εύρος της
επιρροής της McKinsey στην εφαρμογή της, τα όρια του ρόλου της οποίας
ορισμένα όργανα της ΕΕ επιχείρησαν να αποκρύψουν.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της δημοσιογραφικής μας έρευνας, επί μήνες η
McKinsey δούλευε ήδη στο πεδίο χωρίς αμοιβή τροφοδοτώντας, τα υψηλότερα
επίπεδα χάραξης της πολιτικής της ΕΕ με πληροφορίες για το πώς θα
μπορέσει η συμφωνία να λειτουργήσει στην πράξη κερδίζοντας έτσι ένα συμβόλαιο συμβουλευτικών υπηρεσιών- με απευθείας ανάθεση χωρίς διαγωνισμό- αξίας σχεδόν ενός εκατομμυρίου ευρώ ώστε να βοηθήσει να εφαρμοστεί ακριβώς αυτή η πολιτική.
Ο εσωτερικός έλεγχος προμηθειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όχι της ίδιας της
εταιρείας) αργότερα θεώρησε το συμβόλαιο αυτό παράτυπο.
Ερωτήματα είχαν ήδη τεθεί για τον ρόλο της McKinsey το 2015 στις
προσπάθειες της Γερμανίας να επιταχύνει το δικό της κύκλο εργασιών στις
αιτήσεις ασύλου, με ανησυχίες να εκφράζονται ως προς την περιστολή
δικαιωμάτων των αιτούντων.
Αυτή η έρευνα, που βασίζεται σε έγγραφα που ζητήθηκαν από τις αρχές από
τον Νοέμβριο του 2017, ρίχνει νέο φως στο βαθμό με τον οποίο οι ιδιωτικοί
σύμβουλοι διαχείρισης διαμόρφωσαν τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης
από την Ευρώπη στο πεδίο και στο πώς οι γραφειοκράτες προσπάθησαν να
κρατήσουν αυτόν τον ρόλο κρυφό.
«Αν κάποιες εταιρείες αναπτύσσουν προγράμματα τα οποία στη συνέχεια
μετατρέπονται σε πολιτικές αποφάσεις, προκύπτει ένα πολιτικό θέμα το
οποίο θα πρέπει να εξεταστεί προσεχτικά» είπε ο Γερμανός ευρωβουλευτής
Daniel Freund, μέλος της Επιτροπής προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού
κοινοβουλίου και πρώην επικεφαλής της Συνηγορίας για την Ευρωπαϊκή
Ακεραιότητα στη Διεθνή Διαφάνεια. «Ειδικά αν στις ίδιες εταιρείες έχουν
στη συνέχεια ανατεθεί συμβόλαια χωρίς να ακολουθούνται οι δέουσες
διαδικασίες».
Μια συμφωνία πολύ σημαντική για να αποτύχει
Η συμφωνία του Μαρτίου 2016 ήταν το αποκορύφωμα ενός γεωπολιτικού θρίλερ
που διαδραματίστηκε στις Βρυξέλλες, την Άγκυρα και σε μια σειρά από
ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, καθώς τον περασμένο χρόνο περισσότεροι από
850.000 άνθρωποι – κυρίως Σύριοι, Ιρακινοί και Αφγανοί – είχαν διασχίσει
το Αιγαίο με βάρκες και λέμβους μεταβαίνοντας από την Τουρκία στην
Ελλάδα.
Η Τουρκιά, η οποία φιλοξενεί περίπου 3,5 εκατομμύρια πρόσφυγες από τον
εννιάχρονο πόλεμο στη γειτονική Συρία, δεσμεύτηκε να πάρει πίσω όλους
τους παράτυπα αιτούντες άσυλο, οι οποίοι διέσχισαν το έδαφός της, με
ανταλλάγματα δισεκατομμύρια ευρώ για ανθρωπιστική βοήθεια, την
απελευθέρωση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής βίζας για τους Τούρκους
πολίτες και την επανέναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας.
Η συμφωνία προβλέπει επίσης την επανεγκατάσταση στην Ευρώπη ενός Σύρου
πρόσφυγα από την Τουρκία για κάθε έναν Σύρο ο οποίος θα επέστρεφε στην
Τουρκία από την Ελλάδα.
H Eυρώπη χαιρέτισε το σχέδιο αλλά ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων είπαν
ότι δημιούργησε ένα επικίνδυνο προηγούμενο, στηριζόμενο στην υπόθεση ότι
η Τουρκία είναι μια «ασφαλής τρίτη χώρα» στην οποία μπορούν να
επιστραφούν οι αιτούντες άσυλο,
παρότι η Τουρκία αρνείται πολλά από τα δικαιώματα σε αλλοδαπούς που ζητούν άσυλο.
Η συμφωνία βοήθησε στη μείωση των διελεύσεων στο Αιγαίο, όμως σύντομα
έγινε σαφές ότι άλλα μέρη της συμφωνίας δεν υλοποιούνταν: το κυριότερο
ήταν η επιτάχυνση των διαδικασιών στα σύνορα με στόχο την διεκπεραίωση
των αιτήσεων ασύλου εντός 15 ημερών, χρονικό διάστημα στο οποίο
συμπεριλαμβάνονταν και η προσφυγή. Αυτό δεν λειτουργούσε και οι νέοι
περιορισμοί κίνησης σήμαινε ότι οι αιτούντες άσυλο είχαν «κολλήσει» στα
ελληνικά νησιά.
Αλλά για την ΕΕ, η συμφωνία ήταν πολύ σημαντική για να εκτροχιαστεί.
«Οι οδηγίες από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και όσους ήταν από πίσω, ήταν
πως η Ελλάδα έπρεπε να εφαρμόσει τη συμφωνία με κάθε τρόπο, ανεξάρτητα
από τα νομικά επιχειρήματα και τα διαδικαστικά ζητήματα τα οποία μπορεί
να υπήρχαν» λέει η δικηγόρος Μαριάννα Τζεφεράκου, η οποία συμμετείχε
στις νομικές αμφισβητήσεις ως προς τον ισχυρισμό πως η Τουρκία αποτελεί
ένα ασφαλές μέρος για την αναζήτηση ασύλου.
«Κάποιος έδωσε την εντολή ώστε αυτή η Συμφωνία να αρχίσει να
υλοποιείται. Η κανονιστική ασάφεια οδήγησε στην κατάρρευση των
διαδικαστικών εγγυήσεων. Ήταν μια πολιτική απόφαση που δεν επιτρεπόταν
να αποτύχει».
Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται η McKinsey.
Σχέδια δράσης αναδύονται ταυτόχρονα
Έχοντας την πρόσφατη εμπειρία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών στη
Γερμανία στο πώς να επιταχύνει τις διαδικασίες των αιτήσεων ασύλου, οι
σύμβουλοι της εταιρείας βρίσκονταν ήδη στο πεδίο κάνοντας έρευνα στην
Ελλάδα το καλοκαίρι του 2016, σύμφωνα με δύο εργαζόμενους εκείνη την
περίοδο στην Ελληνική Υπηρεσία Ασύλου, οι οποίοι δεν επιθυμούν τη
δημοσίευση των ονομάτων τους.
Έγγραφα τα οποία είδε το BIRN δείχνουν ότι η
συμβουλευτική εταιρεία ήταν ήδη «σε αρχικές συζητήσεις» με έναν
ευρωπαϊκό φορέα, που ονομαζόταν «Υπηρεσία Στήριξης Διαρθρωτικών
Μεταρρυθμίσεων» (SRSS). Η συγκεκριμένη διεύθυνση βοηθά τις χώρες της
ΕΕ στον σχεδιασμό και την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και
εκείνη την περίοδο έχει ως επικεφαλής
τον Ολλανδό Maarten Verwey. Ο ίδιος ήταν παράλληλα ο συντονιστής της ΕΕ
για τη συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας και σήμερα είναι γενικός
διευθυντής οικονομικών και χρηματοοικονομικών υποθέσεων της ΕΕ, αν και
ακόμα παραμένει προσωρινός επικεφαλής του SRSS.
Ερωτώμενος για περισσότερες λεπτομέρειες από αυτές τις «συζητήσεις» ο
Verwey αποκρίθηκε πως ο εκτελεστικός βραχίονας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«δεν έχει στη διάθεσή του κανένα έγγραφο» που να σχετίζεται με το θέμα.
Ωστόσο μέχρι το Σεπτέμβρη του 2016 η εταιρεία είχε ήδη καταθέσει-δωρεάν-
μια πρόταση για το πώς μπορούσε να βοηθήσει με τίτλο: « Υποστήριξη της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ολοκληρωμένη διαχείριση προσφύγων». Ο
Verwey έβαλε την υπογραφή του σε αυτήν τον Οκτώβριο.
Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής
υπηρεσίας υποστήριξης ασύλου (EASO) – η διεύθυνση της υπηρεσίας ασύλου
της ΕΕ – δείχνουν ότι η Επιτροπή είχε αναθέσει στην McKinsey να
«αναλύσει την κατάσταση στα ελληνικά νησιά και να καταλήξει σε ένα
σχέδιο δράσης που θα είχε ως αποτέλεσμα την εξάλειψη της καθυστερήσεων
στις υποθέσεις ασύλου έως τον Απρίλιο του 2017.
Μέχρι τον Δεκέμβριο, το «σχέδιο δράσης» της McKinsey ήταν έτοιμο, με τη
συμμετοχή «στοχευμένων στρατηγικών και συστάσεων» για κάθε έναν
εμπλεκόμενο.
Τον ίδιο μήνα, στις 8 Δεκεμβρίου, ο Verwey δημοσίευσε το κοινό σχέδιο
δράσης της ΕΕ για την εφαρμογή της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, το οποίο
εγκρίθηκε από τους αρχηγούς κυβερνήσεων της ΕΕ στις 15 Δεκεμβρίου.
Ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής δήλωσε στο BIRN: «Η McKinsey εθελοντικά
εργάστηκε δωρεάν για να βελτιώσει τη λειτουργία του ελληνικού συστήματος
ασύλου και υποδοχής».
Τις επόμενες 12 εβδομάδες, σύμφωνα με άλλα έγγραφα, η McKinsey
συνεργάστηκε με όλους τους εμπλεκόμενους κύριους παίχτες – το SRSS, την
EASO, τον οργανισμό φύλαξης των συνόρων της ΕΕ, τη Frontex, καθώς και με
τις ελληνικές αρχές.
Σε δύο εβδομαδιαίες συναντήσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη, η McKinsey
εντόπισε «σημεία συμφόρησης» στη διαδικασία ασύλου και άρχισε να
περιγράφει μια σειρά μέτρων για τη μείωση των καθυστερήσεων, ορισμένα
από τα οποία είχαν ήδη δοκιμαστεί πιλοτικά στο ελληνικό νησί της Χίου.
Σε μια πρώτη συνάντηση στα μέσα Οκτωβρίου, οι σύμβουλοι της McKinsey
είπαν στους παρευρισκόμενους ότι «οι ρυθμοί επεξεργασίας των υποθέσεων
ασύλου από την EASO και την ελληνική υπηρεσία ασύλου, καθώς και το
ζήτημα των προσφυγών, θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά».
Μέχρι τον Δεκέμβρη το σχέδιο δράσης της McKinsey ήταν έτοιμο και
συμπεριλάμβανε «στοχευμένες στρατηγικές και συστάσεις» για κάθε έναν από
τους εμπλεκόμενους.
Τον ίδιο μήνα, στις 8 Δεκεμβρίου, ο Verwey δημοσιοποίησε το Κοινό Σχέδιο
Δράσης της ΕΕ για την εφαρμογή της Συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, το οποίο
εγκρίθηκε από τους αρχηγούς κυβερνήσεων της ΕΕ στις 15 Δεκεμβρίου.
Δεν υπήρξε καμία αναφορά για εμπλοκή της McKinsey και όταν ρωτήθηκε για
το ρόλο της εταιρείας, η Επιτροπή είπε στο BIRN πως το σχέδιο ήταν «ένα
έγγραφο που που εκπονήθηκε από κοινού μεταξύ της Επιτροπής και των
ελληνικών αρχών».
Ωστόσο, θαμμένη
μέσα στην Ετήσια Έκθεση του 2017 της EASO υπάρχει μια αναφορά στην
έγκριση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του το σχέδιο δράσης του
συμβουλευτικού παρόχου για την εξάλειψη των καθυστερήσεων στις
διαδικασίες ασύλου.
Πράγματι οι ομοιότητες μεταξύ του σχεδίου της McKinsey και του Κοινού
Σχεδίου Δράσης της ΕΕ είναι ασυνήθιστες, ιδίως ως προς την αύξηση της
ικανότητας κράτησης στα νησιά, την «τμηματοποίηση» υποθέσεων, την αύξηση
αριθμών υπευθύνων και διερμηνέων της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου
(EASO), της Ελληνικής Υπηρεσίας Ασύλου και των συνοδών- αξιωματικών της
Frontex, τον περιορισμο περιορίζοντας τον αριθμό των βημάτων προσφυγής
στη διαδικασία ασύλου και αλλάζοντας τον τρόπο υποβολής και τον τρόπο
σύνταξης των γνωμοδοτήσεων.
Πολλά από όσα έκανε η McKinsey για την Υπηρεσία Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων παραμένουν διαβαθμισμένα.
Tον Ιούνιο του 2019 η Επιτροπή δικαιολόγησε τη μη αποδεσμευση τους στη
βάση ότι οι πληροφορίες θα μπορούσαν να θέσουν σε «ρίσκο» τη «δημόσια
ασφάλεια» καθώς όπως ισχυρίστηκε «θα μπορούσαν να το εκμεταλλευτούν
τρίτα μέρη (για παράδειγμα δίκτυα λαθρεμπόρων) ».
Η πληρης αποκάλυψη υποστήριξε η Επιτροπή θα είχε το ρίσκο της «σοβαρής υπονόμευσης των εμπορικών συμφερόντων της McKinsey.
«Ενώ καταλαβαίνω ότι θα μπορούσε πράγματι να υπάρχει ιδιωτικό και
δημόσιο ενδιαφέρον για το θέμα που περιλαμβάνεται στα ζητούμενα έγγραφα,
θεωρώ ότι ένα τέτοιο δημόσιο συμφέρον διαφάνειας δεν θα υπερισχύει,
στην περίπτωση αυτή, της ανάγκης προστασίας των εμπορικών συμφερόντων
της αφορόμενης εταιρείας » έγραψε ο Martin Selmayr, τότε γενικός
γραμματέας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
H Υπηρεσία Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων της ΕΕ ισχυρίστηκε,
σύμφωνα με εσωτερικά έγγραφα που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της
έρευνας, ότι η μη αποκάλυψη από τον Verwey της πρότασης της McKinsey,
την οποία είχε υπογράψει τον Οκτώβριο του 2016, δεν συνιστούσε σύγκρουση
συμφερόντων.
Μόλις οι ηγέτες της Ευρώπης ενέκριναν το Κοινό Σχέδιο Δράσης, ζητήθηκε
από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ασύλου (EASO) να «συνάψει απευθείας σύμβαση
με τη McKinsey» για να βοηθήσει στην εφαρμογή του, σύμφωνα με τα
πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου της EASO.
Πολιτική πίεση
Στη σύμβαση, αξίας 992.000 ευρώ, υπήρχε
συνημμένη μια «υποσημείωση εξαίρεσης» που υπογράφηκε στις 20 Ιανουαρίου
2017, από τον τότε Εκτελεστικό Διευθυντή της EASO, Jose Carreira και τη
Joanna Darmanin, επιχειρησιακή διευθύντρια του οργανισμού. Η
υποσημείωση ανέφερε ότι «λόγω των χρονικών περιορισμών και της πολιτικής
πίεσης κρίθηκε απαραίτητο να προχωρήσει η υπογραφή της σύμβασης χωρίς
να ακολουθηθεί η απαραίτητη διαδικασία προμηθειών».
Τον επόμενο χρόνο, λογιστικός έλεγχος στους ετήσιους ισολογισμούς της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασύλου από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ECA),
το οποίο ελέγχει τα οικονομικά της ΕΕ, εντόπισε ότι σε «εναν μόνο
προεπιλεγμένο οικονομικό φορέα» είχε ανατεθεί κάποιο έργο χωρίς την
εφαρμογή «οποιασδήποτε από τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων», που
ορίζονται στους κανονισμούς της ΕΕ και ειναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να
προωθούν τη διαφάνεια και τον ανταγωνισμό.
Επομένως, η συγκεκριμένη διαδικασία δημοσίων συμβάσεων και όλες οι σχετικές πληρωμές (992.000 ευρώ) ήταν παράτυπες», ανέφερε.
Η έκθεση του ελεγκτή δεν αναφέρει το όνομα McKinsey. Αλλά προσδιορίζει
ότι το «παράτυπο» συμβόλαιο αφορούσε την πρόσληψη συμβούλου της
Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστηριξης Ασύλου για την εφαρμογή του σχεδίου
δράσης στην Ελλάδα. Το ποσό της πληρωμής που αναφέρεται από τον ελεγκτή
αντιστοιχεί ακριβώς στην τιμή που περιλαμβάνεται στη σύμβαση της
McKinsey, ενώ και ένας εκπρόσωπος της EASO επιβεβαίωσε έμμεσα ότι οι
σχετικές συμβάσεις ηταν οι ίδιες.
Όταν ρωτήθηκε για τη σύμβαση της McKinsey, ο εκπρόσωπος Anis Cassar,
δήλωσε: «Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ασύλου δεν σχολιάζει συγκεκριμένες
πληροφορίες σχετικά με μεμονωμένες συμβάσεις, ιδίως όσον αφορά το
Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Ωστόσο, όπως σημειώνετε, το Δικαστήριο
διαπίστωσε ότι η συγκεκριμένη διαδικασία προμηθειών ήταν παράτυπη (όχι
παράνομη) ».
«Η σύμβαση πραγματοποιήθηκε βάσει [sic] εξαιρετικών κανόνων προμηθειών
στο πλαίσιο των πιεστικών αιτημάτων από τα αρμόδια θεσμικά όργανα της ΕΕ
και τα κράτη μέλη», δήλωσε ο εκπρόσωπος της EASO, Anis Cassar.
Ο αναπληρωτής επικεφαλής εκπρόσωπος Τυπου παγκοσμίως της McKinsey, Graham Ackermann, ειπε ότι η εταιρεία δεν ήταν σε θέση να παράσχει περαιτέρω λεπτομέρειες.
«Σύμφωνα με τις αξίες και την πολιτική εμπιστευτικότητας της εταιρείας
μας, δεν σχολιάζουμε δημοσίως τους πελάτες μας ή λεπτομέρειες σχετικά με
την εξυπηρέτηση πελατών μας», δήλωσε ο Ackerman στο BIRN.«Αξιολόγηση,
ανατροφοδότηση, στοχοθεσία»
Δεν ήταν η πρώτη φορά που διατυπώθηκαν ερωτήματα σχετικα με τις
διαδικασιες για τα αρχείο προμηθειών της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου.
Τον Οκτώβριο του 2017, το αρμόδιο παρατηρητήριο για θέματα απατης της
ΕΕ, η OLAF, ξεκίνησε έρευνα στον οργανισμό, κυρίως σχετικά με παρατυπίες
που εντοπίστηκαν το 2016. Η έρευνα συνέβαλε στην παραίτηση του Carreira
τον Ιούνιο του 2018, ο οποίος συνυπέγραψε την «υποσημείωση εξαίρεσης»
σχετικά με τη σύμβαση με την McKinsey. Η έρευνα τελικά αποκάλυψε
αδικήματα που κυμαίνονταν από παραβιάσεις των κανόνων προμηθειών έως και
παρενόχληση του προσωπικού, ανέφερε το Politico τον Νοέμβριο του 2018
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ασύλου, η σύμβαση με την McKinsey δεν
αποτέλεσε μέρος της έρευνας της OLAF. H OLAF είπε ότι δεν μπορούσε να
σχολιάσει.
Η δουλειά της McKinsey εξελιχθηκε από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο του
2017, το χρονικό σημείο στο οποίο η ΕΕ ήθελε να έχουν «εξαλειφθεί» οι
καθυστερημένες υποθέσεις ασύλου και να αρθεί το βάρος στα υπερπληθυσμένα
ελληνικά νησιά.
Επιβλέπουσα του έργου ήταν μια διευθύνουσα επιτροπή αποτελούμενη από τον
Verwey, τον Carreira, προσωπικό της McKinsey και ανώτερους υπαλλήλους
των ελληνικών και ευρωπαικών αρχών.
Η Ευρωπαϊκή
Υπηρεσία Ασύλου αρνήθηκε αρχικά να δημοσιεύσει την έκθεση, επικαλούμενη
τον «ευαίσθητο και περιοριστικό χαρακτήρα» της. Η αποκάλυψή του, ανέφερε
ο οργανισμός, «θα υπονόμευε την προστασία της δημόσιας ασφάλειας και
των διεθνών σχέσεων, καθώς και τα εμπορικά συμφέροντα και την πνευματική
ιδιοκτησία της McKinsey & Company»
Η απάντηση είχε την υπογραφή του Carreira.
Μόνο αφού ένας από τους υπογράφοντες αυτήν την έρευνα δημοσιογράφους
διαμαρτυρήθηκε στον Διαμεσολαβητή της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ασύλου
συμφώνησε να αποκαλύψει διάφορα τμήματα της έκθεσης
Διατρέχοντας πάνω από 1500 σελίδες, το υλικό που αποκαλύπτεται παρέχει
μια μοναδική εικόνα για το ρόλο μιας μεγάλης ιδιωτικής συμβουλευτικής
εταιρείας σε αυτό που παραδοσιακά υπήρξε ένα πεδίο δημόσιας πολιτικής –
το δικαίωμα ασύλου.
Η ορολογία της συμβουλευτικής διαχείρισης, η κινητήριος λογική της παρέμβασης της McKinsey ήταν «η
μεγιστοποίηση της παραγωγικότητας» – να υποβληθούν δηλαδή σε
επεξεργασία όσο το δυνατόν γρηγόροτερα περισσότερες υποθέσεις ασύλου,
είτε οδηγούν σε μεταφορά στην ηπειρωτική Ελλάδα, στην περίπτωση
εγκεκριμένων αιτήσεων είτε στην απέλαση «επιστρέψιμων μεταναστών» στην
Τουρκία.
Τα «συστήματα διαχείρισης επιδόσεων» εισήχθησαν για να ενθαρρύνουν την
ταχύτητα, ενώ δημιουργήθηκαν μηχανισμοί για την «παρακολούθηση» της
εβδομαδιαίας «παραγωγής» των δευτεροβάθμιων επιτροπών εφέσεων των
απορριφθέντων αιτούντων άσυλο.
Ο χρόνος εκπαίδευσης των εργαζομένων και όσων έπαιρναν τις συνεντεύξεις
πριν αναλάβουν δράση έπρεπε να μειωθεί, η πληροφοριακή υποστήριξη της
ελληνικής γραφειοκρατίας ενισχύθηκε και η Αστυνομία έλαβε οδηγίες να
«θέτει υπό κράτηση τους μετανάστες αμέσως μετά την ειδοποίησή τους ότι
βρίσκονται σε καθεστώς επιστροφής», δηλαδή μόλις οι αιτήσεις ασύλου τους
είχαν απορριφθεί.
Τέσσερις
υπάλληλοι της Ελληνικής Υπηρεσίας Ασύλου εκείνη την περίοδο, είπαν στο
BIRN ότι η McKinsey είχε πρόσβαση στο προσωπικό της υπηρεσίας αλλά είπαν ότι η προσέγγιση της συμβουλευτικής εταιρείας δεν συμβάδιζε με την πραγματικότητα της κατάστασης στο πεδίο.
Λαμβάνοντας μέρος σε ένα «σεμινάριο ανάπτυξης ηγετικών δεξιοτήτων», ένας
πρώην υπάλληλος, ο οποίος μίλησε υπό την προυπόθεση της ανωνυμίας, είπε
στο BIRN: «Ενιωθα κάτι τοσο αταίριαστο με την νοοτροπία μιας δημόσιας
υπηρεσίας που λειτουργεί σε ένα κέντρο για αιτούντες άσυλο».
Ο αξιωματούχος είπε ότι τα περισσότερα από όσα πρότεινε η McKinsey ειχαν
ήδη ληφθεί υπόψη και είτε εφαρμόζονταν είτε είχαν απορριφθεί από την
Ελληνική Υπηρεσία Ασυλου.
«Οι βασικές ιδέες για το πώς να οργανώσουμε τη δουλειά μας είχαν ήδη παρθεί στα κεντρικά της Ελληνικής Υπηρεσίας Ασύλου»,
δήλωσε ο αξιωματούχος. «Το μόνο στοιχείο που πρόσθεσε η McKinsey ήταν
οι εταιρικές μέθοδοι αξιολόγησης, ανατροφοδότησης, καθορισμού στόχων και
πρωτοβουλιών που δεν πρόσθεσαν τίποτα σημαντικό».
Όπως αποδείχθηκε στην πράξη ο συγκεντρωμενος αριθμός των υποθέσεων που παρέμεναν στο αρχείο ήταν δύσκολο να μειωθεί.
Καθ ‘όλη τη διάρκεια των διαδοχικών «ενημερώσεων προόδου», η McKinsey
προειδοποιούσε επανειλημμένα τη διευθύνουσα επιτροπή ότι «τα επίπεδα
παραγωγικότητας δεν επαρκούν για την επίτευξη του στόχου». Με τη δικές
της παραδοχές, οι απελάσεις δεν ξεπέρασαν ποτέ τις 50 την εβδομάδα κατά
τη διάρκεια της σύμβασης. Ο στόχος ήταν 340.
Στην τελική της έκθεση το Μαΐο του 2017, η McKinsey παρουσίασε την
επιτυχία της στη «μείωση της συνολικής διάρκειας της διαδικασίας ασύλου»
σε μόλις 11 ημέρες, σε σύγκριση με τις 170 μέρες κατά μέσο όρο τον
Φεβρουάριο του 2017.
Ωστόσο, χιλιάδες αιτούντες άσυλο παρέμειναν παγιδευμένοι στα υπερπλήρη νησιωτικά στρατόπεδα για μήνες στο τέλος.
Ενώ η McKinsey ισχυρίστηκε ότι ο πληθυσμός των αιτούντων άσυλο στο νησί
μειώθηκε σε 6.000 έως τον Απρίλιο του 2017, εν αναμονή της «επαλήθευσης
των δεδομένων» από τις ελληνικές αρχές, στοιχεία της ελληνικής
κυβέρνησης έθεσαν τον αριθμό στους 12.822, περίπου 1.500 λιγότεροι από
τον Ιανουάριο όταν η McKinsey ανέλαβε τη σύμβαση.
Ο χειμώνας ήταν σκληρός, οργανώσεις που συνεργάζονται με αιτούντες άσυλο
τεκμηρίωσαν μια σειρά ατυχημάτων στα οποία ένας αριθμός ανθρώπων
τραυματίστηκε ή σκοτώθηκε, με ανεπαρκή ή χωρίς καθόλου έρευνα από τις
ελληνικές αρχές.
Η τελική έκθεση της McKinsey περιείχε 40 επιτόπιες επισκέψεις και
περισσότερες από 200 συναντήσεις και ομαδες εργασιας-εργαστήρια στα
νησιά. Επίσης παρουσιάζει ενδιαφέρον ότι μετρήθηκαν 21 εβδομαδιαίες
συνεδριάσεις της διευθύνουσας επιτροπής «από τον Οκτώβριο του 2016» –
συνδέοντας έτσι την περίοδο των δωρεάν υπηρεσιών της McKinsey το 2016
με την περίοδο του 2017 που λειτούργησε με σύμβαση με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ασύλου.
Πράγματι, στην «περίληψη του έργου», η McKinsey δηλώνει ότι «προσκλήθηκε» να εργαστεί τόσο στην «ανάπτυξη» όσο και στην «εφαρμογή» του σχεδίου δράσης στην Ελλάδα.
Η Ευρωπαική
Επιτροπή, ωστόσο, στην απάντησή της σε αυτήν την έρευνα, επέμεινε ότι
δεν είχε «προεπιλέξει» την McKinsey για το έργο του 2017 ούτε ζήτησε από
την Ευρωπαική Επιτροπή Ασύλου να υπογράψει σύμβαση με την εταιρεία.
Υπό το βάρος των στρατιωτικών απωλειών στη Συρία και των πολιτικών
αποτυχιών στο εσωτερικό της χώρας, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ
Ερντογάν διέλυσε τη συμφωνία με την ΕΕ στα τέλη Φεβρουαρίου του
τρέχοντος έτους, κατηγορώντας τις Βρυξέλλες ότι δεν εκπλήρωσαν την δική
τους πλευρά της συμφωνίας. Αλλά ακόμη και πριν από την κατάρρευση της
συμφωνίας, 7.000 πρόσφυγες και μετανάστες έφτασαν στις ελληνικές ακτές
τους δύο πρώτους μήνες του 2020, σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία των
Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που η φημισμένη εταιρεία συμβούλων άφησε το σημάδι
της στην αντιμετώπιση της προσφυγικης κρίσης στην Ευρώπη.
Σε μια ιστορία
που εξελίχθηκε σε πολιτικό σκάνδαλο, το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Γραφείο
για Πρόσφυγες και Μετανάστες πλήρωσε στην McKinsey πάνω από 45
εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με αναφορές, για να βοηθήσει στην εκκαθάριση
περισσότερων από 270.000 αιτήσεων ασύλου και να συντομεύσει τη
διαδικασία ασύλου.
Σύμφωνα με
δημοσιεύματα γερμανικών μέσων ενημέρωσης, το ποσό περιελάμβανε 3,9
εκατομμύρια ευρώ για την «Ολοκληρωμένη διαχείριση προσφύγων» με την ίδια ακριβώς ορολογία που χρησιμοποιήσε η McKinsey στο σχέδιο που κατέθεσε στην ΕΕ τον Σεπτέμβριο του 2016.
Οι παραλληλισμοί δεν τελειώνουν εκεί.
Όπως και στη σύμβαση της McKinsey με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ασύλου τον
Ιανουάριο του 2017, γερμανικές αναφορές των μέσων ενημέρωσης αποκάλυψαν
ότι περισσότερο από το ήμισυ του ποσού που καταβλήθηκε στη συμβουλευτική
εταιρεία για τις υπηρεσίες της στη Γερμανία είχε δοθεί εκτός των
κανονικών διαδικασιών δημοσίων συμβάσεων λόγω «κατεπείγοντος» χαρακτήρα.
Το Spiegel ανέφερε ότι η εταιρεία παρείχε επίσης εκατοντάδες ώρες
δωρεάν υπηρεσιών πριν από τη σύναψη της σύμβασης. Η McKinsey αρνήθηκε
ότι δούλεψε δωρεάν για να κερδίσει μελλοντικά ομοσπονδιακά συμβόλαια
Και πάλι, οι λεπτομέρειες χαρακτηρίστηκαν ως εμπιστευτικές.
Ο Arne Semsrott, διευθυντής της γερμανικής ΜΚΟ Διαφάνειας FragdenStaat, η
οποία διερεύνησε το έργο της McKinsey στη Γερμανία, δήλωσε ότι η
έλλειψη διαφάνειας σε τέτοιες περιπτώσεις κόστιζε χρήματα και έλεγχο
στους ευρωπαίους φορολογούμενους.
Ερωτηθείς για τις προσπάθειες της Γερμανίας και της ΕΕ να κρατήσει
μυστικές τις λεπτομέρειες αυτής της εξωτερικής ανάθεσης, ο Semsrott είπε
στο BIRN: «Η
έλλειψη διαφάνειας σημαίνει ότι το κοινό ξοδεύει περισσότερα χρήματα για
τη McKinsey και άλλες συμβουλευτικές εταιρείες. Και αυτή η έλλειψη
διαφάνειας σημαίνει επίσης ότι έχουμε έλλειψη δημόσιου ελέγχου επί του
τι συμβαίνει πραγματικά ».
Πηγές με πρόσβαση στα κλιμάκια λήψης αποφάσεων στην Αθήνα αναγνώρισαν την Solveigh Hieronimus,
μία συνεργάτρια της McKinsey, που εδρεύει στο Μόναχο, ως την
συντονίστρια στην Ελλάδα της ομάδας της εταιρείας στη σύμβαση με την
Ευρωπαική Υπηρεσία Ασύλου. Η Hieronimus διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην
προώθηση των υπηρεσιών της εταιρείας στη γερμανική κυβέρνηση, σύμφωνα με
γερμανικά δημοσιεύματα.
Η Hieronimus δεν
επιβεβαίωσε ούτε αρνήθηκε τις γερμανικές αναφορές μέσων ενημέρωσης και
δεν απάντησε σε ερωτήσεις του BIRN που υποβλήθηκαν μέσω email.
Ο Γερμανός
ευρωβουλευτής Freund, πρώην μέλος της Διεθνούς Διαφάνειας, δήλωσε ότι ο
ρόλος της McKinsey στην Ελλάδα ήταν ανησυχητικός.
«Δεν είναι ό,τι
καλύτερο εάν οι θέσεις που υιοθετούνται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
επηρεάζονται με οποιονδήποτε τρόπο από άσχετα οικονομικά συμφέροντα»,
είπε στο BIRN. «Αυτές οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται από πολιτικούς
βάσει νομικών αναλύσεων και ικανών ανεξάρτητων συμβουλών».
Ένας από τους δημοσιογράφους, που υπογράφουν αυτην την έρευνα, επανήλθε
και πάλι στον Διαμεσολαβητή της ΕΕ τον Ιούλιο του 2019 σχετικά με την
άρνηση της Επιτροπής να αποκαλύψει περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με τις
σχέσεις της με τη McKinsey.
Τον Νοέμβριο, ο Διαμεσολαβητής δήλωσε στην Επιτροπή ότι «η ουσία του
χρηματοδοτούμενου έργου, ιδίως τα πακέτα εργασίας και το παραδοτέο του
έργου […] πρέπει να αποκαλυφθούν πλήρως», επικαλούμενος την αρχή ότι «το
κοινό έχει δικαίωμα ενημέρωσης για το περιεχόμενο των έργων που
χρηματοδοτούνται από δημόσια χρήματα». Ο Διαμεσολαβητής απέρριψε το
επιχείρημα της Επιτροπής ότι η μερική αποκάλυψη θα υπονόμευε τα εμπορικά συμφέροντα της McKinsey.
Η Πρόεδρος της Επιτροπής Ursula von Der Leyen απάντησε ότι η Επιτροπή
«διαφωνεί με κάθε σεβασμό» με τον Διαμεσολαβητή. Το σχετικό υλικό,
έγραψε, «περιέχει ευαίσθητες πληροφορίες σχετικά με τις επιχειρηματικές
στρατηγικές και τις εμπορικές σχέσεις της ενδιαφερόμενης εταιρείας».
Η πρόεδρος της Επιτροπής είχε ειχε ανοικτα θεματα με την McKinsey στο παρελθόν. Τον Φεβρουάριο, η
Von der Leyen κατέθεσε ενώπιον ειδικής επιτροπής του γερμανικού
κοινοβουλίου σχετικά με συμβάσεις αξίας δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ που
ανατέθηκαν σε εξωτερικούς συμβούλους, συμπεριλαμβανομένης της McKinsey, κατά τη διάρκεια της θητείας της ως υπουργού Άμυνας της Γερμανίας την περίοδο 2013-2019.
Το 2018, η
Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Οικονομικού Ελέγχου της Γερμανίας δήλωσε ότι οι
διαδικασίες για την ανάθεση ορισμένων συμβάσεων δεν ήταν αυστηρά
νομότυπες ή οικονομικά αποδοτικές. Η Von der Leyen αναγνώρισε ότι
σημειώθηκαν παρατυπίες, αλλά είπε ότι έχουν γίνει πολλά για να διορθωθούν οι ελλείψεις.
Ερωτήθηκε επίσης για το διορισμό από την ίδια το 2014 της Katrin Suder, επί χρόνια στελέχους της McKinsey, ως γενική γραμματέα του Υπουργείου Αμυνας, υπεύθυνη για τη μεταρρύθμιση του συστήματος προμηθειών των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.
Ερωτηθείσα εάν η Suder, που αποχώρησε από το υπουργείο το 2018, είχε
επηρεάσει τη διαδικασία ανάθεσης συμβάσεων, η Von der Leyen είπε ότι
υποθέτει πως δεν το έκανε. Τέτοιες αποφάσεις ελήφθησαν «από πιο
χαμηλόβαθμους» είπε.
Σε έκθεσή τους τα κυβερνητικά κόμματα της Γερμανίας απάλλαξαν την Von
der Leyen από όποια ευθύνη, όπως ανέφερε το Politico στις 9 Ιουνίου.
O Eυρωπαίος Διαμεσολαβητής δεν έχει ακόμη αντιδράσει στην άρνηση της
Ευρωπαικής Επιτροπής να παραχωρήσει περαιτέρω πρόσβαση στα έγγραφα της
McKinsey.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου